ποιήματ'

ποιήματ'
ποιήματα , ποίημα
anything made
neut nom/voc/acc pl
ποιήματι , ποίημα
anything made
neut dat sg
ποιήματε , ποίημα
anything made
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθεμάτιον — καθεμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κάθεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθεμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ποιημάτ ιον, ρυάκ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καλογήριον — καλογήριον, τὸ (Μ) το καλογηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγηρ ος + υποκορ. κατάλ. ιον, (πρβλ. ακάτ ιον, ποιημάτ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κλωσμάτιον — κλωσμάτιον, τὸ (Α) κλωστίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ασμάτ ίον, ποιημάτ ιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”